- χουζουρεύω
- αμετ.1) отдыхать; нежиться; 2) бездействовать; 3) бездельничать, лодырничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χουζουρεύω — χουζουρεύω, χουζούρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χουζουρευω — Ν [χουζούρι] αναπαύομαι, τεμπελιάζω, ιδίως στο κρεβάτι … Dictionary of Greek
χουζουρεύω — χουζούρεψα, αναπαύομαι, τεμπελιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουζούρεμα — το, Ν [χουζουρεύω] χουζούρι … Dictionary of Greek
ραχατεύω — ραχάτεψα, αναπαύομαι, χουζουρεύω: Λίγοδούλευε και πολύ ραχάτευε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)